Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Δυο προδημοσιεύσεις από το "Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης" του Βίκτορ Σερζ, που κυκλοφορεί το Γενάρη από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο



(Από το κεφάλαιο 11: Πολεμικός Κομμουνισμός)
Εκπαίδευση, επιστήμη και τέχνη

Ο εμφύλιος πόλεμος μαινόταν επίσης και στο πνευματικό πεδίο. Όταν ο Αλεξάντερ Μπλοκ έγραψε τους Δώδεκα, οι λόγιοι έπαψαν να τον χαιρετούν στο δρόμο. Η σύμπλευση με τους μπολσεβίκους ισοδυναμούσε με όνειδος για τους περισσότερους διανοούμενους. Η Ακαδημία των Επιστημών, σχεδόν στην ολότητά της, απομονώθηκε στον εαυτό της σε μια κατάσταση σκόπιμης εχθρότητας απέναντι στη Σοβιετική κυβέρνηση. Θα περνούσαν χρόνια πριν γίνει δυνατό να υπερνικηθεί ο επίμονος αγώνας του καθηγητικού κατεστημένου στα πανεπιστήμια...
Κάτω από τη διεύθυνση του Λουνατσάρσκι, το Επιτροπάτο της Δημόσιας Εκπαίδευσης ξεκίνησε μια ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Η παλιά δομή με τα κατώτερα σχολεία για το λαό και τα γυμνάσια, ουσιαστικά, για την αστική τάξη, αντικαταστάθηκε από το ενιαίο σχολείο εργασίας· η παλιά ύλη των μαθημάτων που εκπαίδευε υπηκόους του Τσάρου και πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αντικαταστάθηκε από μια ύλη, φτιαγμένη αναγκαστικά πρόχειρα, που ήταν αντι-θρησκευτική, σοσιαλιστική και βασισμένη στον εκπαιδευτικό ρόλο της εργασίας –ο σκοπός ήταν να εκπαιδεύσουν παραγωγούς που θα είχαν ένα συνειδητό ρόλο στην κοινωνία. Έγιναν σχέδια για να συγχωνευθούν τα σχολεία και τα εργαστήρια. Για να εφαρμόσουν την ισότητα των φύλων ήδη από την παιδική ηλικία, εισήχθη η συνδιδασκαλία [αγοριών και κοριτσιών]. Όμως τα πάντα έπρεπε να οργανωθούν από την αρχή. Τα παλιά σχολικά βιβλία άξιζαν μόνο για κάψιμο. Ένα μεγάλο ποσοστό δασκάλων αντιστάθηκε, σαμποτάρισε, αρνήθηκε να καταλάβει και περίμενε την πτώση του μπολσεβικισμού. Τα σχολεία είχαν πλήρη έλλειψη υλικών: χαρτί, βιβλία ασκήσεων, μολύβια, πέννες, όλα έλειπαν. Πεινασμένα παιδιά με κουρέλια μαζεύονταν το χειμώνα γύρω από μια σομπίτσα στη μέση της τάξης και τα έπιπλα της αίθουσας κατέληγαν συχνά για καυσόξυλα προκειμένου να τα ανακουφίσουν κάπως από την παγωνιά· για τέσσερα παιδιά υπήρχε ένα μολύβι· και οι δασκάλες τους πεινούσαν.
Παρά την απίστευτη δυστυχία, δόθηκε μια θαυμάσια ώθηση στη δημόσια εκπαίδευση. Ήταν τόση η δίψα για μάθηση σε ολόκληρη τη χώρα που φτιάχτηκαν παντού καινούργια σχολεία, μαθήματα για ενήλικες, πανεπιστήμια και τμήματα για εργάτες. Αμέτρητες πρωτοβουλίες έδωσαν τη δυνατότητα να δοκιμαστούν πρωτοφανέρωτοι, απολύτως ανεξερεύνητοι τομείς της μάθησης. Ιδρύθηκαν σχολεία για τα καθυστερημένα παιδιά· ιδρύθηκαν νηπιαγωγεία· τα εργατικά τμήματα και οι εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων έδωσαν τη δυνατότητα στους εργάτες να αποκτήσουν γνώσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· και λίγο μετά ξεκίνησε η κατάκτηση των πανεπιστημίων. Επίσης, την ίδια περίοδο τα μουσεία εμπλουτίστηκαν από τις κατασχέσεις των ιδιωτικών συλλογών: εξαιρετική ακεραιότητα και επιμέλεια χαρακτήρισαν την απαλλοτρίωση των καλλιτεχνικών θησαυρών. Κανένα έργο, οποιασδήποτε αξίας δεν χάθηκε. Εκείνες τις ταραγμένες μέρες, ένας αριθμός πολύτιμων συλλογών (ιδιαίτερα εκείνες του μουσείου Ερμιτάζ), χρειάστηκε να απομακρυνθούν: όλες έφτασαν στους προορισμούς τους με ασφάλεια. Για να διατηρήσουν στη ζωή τα επιστημονικά εργαστήρια χρειάστηκε ηρωικός αγώνας. Συμμετέχοντας στις στερήσεις της κοινότητας, κάνοντας τις προμήθειες με το δελτίο, χωρίς φωτισμό ή (τον χειμώνα) χωρίς καύσιμα και νερό, οι λόγιοι όλων των πολιτικών πεποιθήσεων σχεδόν πάντοτε συνέχιζαν τη δουλειά τους.
Κάθε βράδυ τα θέατρα, που είχαν εθνικοποιηθεί, παρουσίαζαν το συνηθισμένο πρόγραμμά τους, όμως σε ένα διαφορετικό ακροατήριο. Τα μπαλέτα, που κάποτε έδιναν παραστάσεις για την ψυχαγωγία της αριστοκρατίας, που τώρα εξέλιπε, έδιναν παραστάσεις εν μέσω της περιόδου της τρομοκρατίας· στα θέατρα με τους χρυσούς θόλους συνωστίζονταν εργάτες και εργάτριες, νεαροί κομμουνιστές, με τα κεφάλια τους ξυρισμένα για προστασία από τους ψύλλους που ήταν φορείς του τύφου, και Κόκκινους στρατιώτες που ήταν σε άδεια από το μέτωπο. Και ο Σαλιάπιν, με την ίδια αξέχαστη φωνή που εκτελούσε δυνατά το Ο Θεός σώζοι τον Τσάρο τα παλιά χρόνια, τραγουδούσε τώρα Το τραγούδι του εργάτη στους συνδικαλιστές που ήταν ανάμεσα στο ακροατήριο.




(Από το κεφάλαιο 6: Η ανακωχή και η μεγάλη περιχαράκωση)
Η Λευκή τρομοκρατία στη Φινλανδία

...Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Ταβαστέχους, ανάμεσα στο Τάμμερφορς και το Ελσίνκι. Γύρω στις 20.000 με 25.000 Κόκκινοι συνέκλιναν σε αυτό το σημείο πιεζόμενοι από το βορρά από τον Μάνερχαϊμ και από το νότο από τον φον ντερ Γκολτς. Η υποχώρησή τους προς τα ανατολικά αποκόπηκε. Παρά τις αντίθετες διαταγές από τους διοικητές τους, κουβαλούσαν μαζί τους τις οικογένειές τους και τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Ήταν περισσότερο η προσφυγιά ενός ολόκληρου πληθυσμού παρά η πορεία ενός στρατού. Ικανή να μετατραπεί ανά πάσα στιγμή σε ένα χάος από φυγάδες, αυτή η μάζα δύσκολα μπορούσε να κάνει ελιγμούς. Τα θραύσματα από τις οβίδες των Λευκών σάρωναν τα πάντα. Όταν περικυκλώθηκαν, πολέμησαν ηρωικά για δυο μέρες πριν παραδοθούν. Κάποιες χιλιάδες ξέφυγαν προς τα ανατολικά. Την παράδοση ακολούθησε η σφαγή, όπου η εκτέλεση των τραυματιών ήταν κανόνας. Απέμειναν 10.000 αιχμάλωτοι που φυλακίστηκαν στο Ριιχιμάκι. Στις 12 Μάη έπεσε το Βιιπούρι. Κάποιες χιλιάδες Κοκκινοφρουροί βρήκαν άσυλο στη Ρωσία. 
Οι νικητές έσφαξαν τους νικημένους. Είναι γνωστό ήδη από την αρχαιότητα ότι οι εμφύλιοι είναι οι πιο τρομεροί πόλεμοι. Δεν υπάρχουν πιο φονικές ή αποτρόπαιες νίκες από αυτές που τις κερδίζουν οι τάξεις των ιδιοκτητών. Από τότε που η γαλλική μπουρζουαζία έπνιξε σε λουτρό αίματος την Κομμούνα του Παρισιού, ο κόσμος δεν είχε δει κάτι που να συγκρίνεται σε τρόμο με αυτό που συνέβη στη Φινλανδία. Από την αρχή του εμφυλίου πολέμου, «στη ζώνη κυριαρχίας των Λευκών, η συμμετοχή σε εργατική οργάνωση σήμαινε σύλληψη και αν είχες κάποιο αξίωμα ευθύνης σ’ αυτές, σήμαινε εκτέλεση». Οι σφαγές των σοσιαλιστών έφτασαν σε τέτοιο σημείο που οι άνθρωποι άρχισαν να συνηθίζουν και να τις θεωρούν δεδομένες. Στο Κούμεν, όπου 43 Κοκκινοφρουροί έπεσαν στη μάχη , σχεδόν 500 άτομα εκτελέστηκαν αργότερα. Υπήρχαν «εκατοντάδες» εκτελεσμένοι στο Κότκα, μια πόλη 13.000 χιλιάδων κατοίκων. «Ούτε καν τους ρώτησαν τα ονόματά τους, αλλά τους έβγαλαν έξω κατά ομάδες». Στη Ράουμα, σύμφωνα με τις αστικές εφημερίδες, «μέχρι και 500 αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν στις 15 του μηνός μπορεί να τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε». Στις 14 Απρίλη διακόσιοι Κοκκινοφρουροί εκτελέστηκαν στη συνοικία Τούλο του Ελσίνκι… «Οι Κόκκινοι κυνηγήθηκαν από σπίτι σε σπίτι. Πολλές γυναίκες ήταν ανάμεσα στα θύματα». Στο Σβέαμποργκ οι δημόσιες εκτελέσεις έλαβαν χώρα την Κυριακή της Αγίας Τριάδας. Κοντά στο Λαχτί, όπου χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν από τους Λευκούς, «τα πολυβόλα δούλευαν πολλές ώρες καθημερινά… Σε μια μέρα κάπου διακόσιες γυναίκες εκτελέστηκαν με σφαίρες διασποράς –κομμάτια σάρκας σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις…» Στο Βιιπούρι έβαλαν 600 Κοκκινοφρουρούς σε τρεις σειρές κατά μήκος της τάφρου του φρουρίου και τους εκτέλεσαν με τα πολυβόλα εν ψυχρώ. Ανάμεσα στους διανοούμενους που δολοφονήθηκαν μπορούμε να αναφέρουμε τον εκδότη της εφημερίδας Σοσιαλδημοκράτης, Γιούκο Ραΐνιο, και τον συγγραφέα Ιρμάρι Ρανταμάλα που, καθώς τον μετέφεραν με βάρκα στον τόπο εκτέλεσης, «πήδησε από τη βάρκα σε μια προσπάθεια να πνιγεί. Το παλτό του τον εμπόδισε να βυθιστεί και οι Λευκοί τον σκότωσαν μέσα στο νερό». Δεν υπάρχουν στοιχεία για τον αριθμό των δολοφονημένων –οι εκτιμήσεις μιλούν για έναν αριθμό ανάμεσα στις δέκα και τις είκοσι χιλιάδες.
Υπάρχει όμως ένας επίσημος αριθμός για τον αριθμό των Κόκκινων αιχμαλώτων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης: 70.000... Η αστική τάξη έδειξε ενδιαφέρον για κάποιο διάστημα για το ενδεχόμενο να εξάγει τους φυλακισμένους της προκειμένου να ενισχύσει με ανθρώπινο δυναμικό τη Γερμανία. Ένας νόμος που ψηφίστηκε έδινε τη δυνατότητα να μεταφέρονται στο εξωτερικό όσοι είχαν καταδικαστεί σε καταναγκαστική εργασία. Η Γερμανία, με μειωμένο πληθυσμό λόγω του πολέμου, θα αντάλλαζε χημικά και μεταλλικά προϊόντα με την εργατική δύναμη καταδίκων. Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου αποφεύχθηκε από τη Γερμανική Επανάσταση. 
Η εκκαθάριση της φινλανδικής κοινωνίας συνεχίστηκε επί μήνες σε όλα τα πεδία. Στις 16 Μάη εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον όλων των πρώην Σοσιαλδημοκρατών βουλευτών που ζούσαν ακόμα στη χώρα. (Οι επαναστάτες είχαν είτε χαθεί είτε δραπετεύσει μέχρι τότε). Τρεις από αυτούς ειπώθηκε ότι «αυτοκτόνησαν» στη φυλακή τη νύχτα της 2 Ιούλη. Ακόμα δέκα καταδικάστηκαν σε θάνατο... «Πολλοί από τους καταδικασμένους», γράφει ο Κατάγια, «ανήκαν σε εκείνον τον τύπο του Σοσιαλδημοκράτη που, με όλη τη μαστοριά του προδότη του σοσιαλισμού, είχε περάσει όλη του τη ζωή υπηρετώντας την αστική κοινωνία. Η μπουρζουαζία έπαιρνε εκδίκηση στα τυφλά». Ήταν συνηθισμένο για τη Λευκή τρομοκρατία να χτυπά αδιάκριτα τους ρεφορμιστές –τους οποίους η θριαμβεύτρια αστική τάξη δεν χρειαζόταν πια– και τους επαναστάτες. 
Φαίνεται ότι δεν είναι υπερβολή να δηλώσουμε ότι ο συνολικός αριθμός των φινλανδών εργατών που έπεσαν θύματα της Λευκής τρομοκρατίας (είτε σκοτώθηκαν είτε φυλακίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα) ήταν πάνω από 100.000: περίπου το ένα τέταρτο του προλεταριάτου. «Όλοι οι οργανωμένοι εργάτες είτε έχουν εκτελεστεί είτε φυλακιστεί», έγραψε μια ομάδα φινλανδών κομμουνιστών στις αρχές του 1919. Αυτό το γεγονός μας επιτρέπει να βγάλουμε ένα σημαντικό θεωρητικό συμπέρασμα για τη φύση της Λευκής τρομοκρατίας, το οποίο έχει επιβεβαιωθεί από τότε με την εμπειρία της Ουγγαρίας, της Ιταλίας, της Βουλγαρίας κλπ. Η Λευκή τρομοκρατία δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τον παροξυσμό της μάχης, τη βιαιότητα του ταξικού μίσους ή με κανέναν άλλο ψυχολογικό παράγοντα. Η ψύχωση του εμφυλίου πολέμου παίζει έναν καθαρά δευτερεύοντα ρόλο. Η τρομοκρατία είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα υπολογισμού και ιστορικής αναγκαιότητας. Η νικήτριες τάξεις των ιδιοκτητών έχουν πλήρη συνείδηση ότι μπορούν να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στον απόηχο μιας κοινωνικής μάχης μόνο με το να προκαλέσουν στην εργατική τάξη ένα λουτρό αίματος, αρκετά σκληρό ούτως ώστε να την εξασθενήσει για τις επόμενες δεκαετίες. Και από τη στιγμή που αυτή η τάξη είναι κατά πολύ μεγαλύτερη αριθμητικά από ό, τι οι πλούσιες τάξεις, ο αριθμός των θυμάτων πρέπει να είναι πολύ μεγάλος. 
Η ολοκληρωτική εξόντωση όλων των πρωτοπόρων και συνειδητών στοιχείων του προλεταριάτου είναι, εν ολίγοις, ο ορθολογικός στόχος της Λευκής τρομοκρατίας. Με αυτήν την έννοια, μια χαμένη επανάσταση –ανεξάρτητα από το σκοπό της– θα κοστίζει πάντα στο προλεταριάτο πολύ περισσότερο από μια νικηφόρα επανάσταση, άσχετα από το πόσες θυσίες και δυσκολίες απαιτεί η δεύτερη. 
Ακόμα μια παρατήρηση. Οι σφαγές στη Φινλανδία συνέβησαν τον Απρίλη του 1918. Μέχρι τότε η ρωσική επανάσταση είχε δείξει κυριολεκτικά παντού μεγάλη επιείκεια απέναντι στους εχθρούς της. Δεν είχε χρησιμοποιήσει την τρομοκρατία. Επισημάναμε κάποια λίγα αιματηρά επεισόδια στον εμφύλιο πόλεμο στο Νότο, αλλά αυτά ήταν η εξαίρεση. Η νικήτρια αστική τάξη ενός μικρού έθνους [της Φινλανδίας] το οποίο κατατάσσεται ανάμεσα στις πιο φωτισμένες κοινωνίες της Ευρώπης ήταν η πρώτη που υπενθύμισε στο ρωσικό προλεταριάτο ότι το Ουαί τοις ηττημένοις! είναι ο πρώτος νόμος του κοινωνικού πολέμου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου