Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Θανάσης Βέγγος - ένας άνθρωπος παντός καιρού στην Αθήνα της αντιπαροχής.... (από την Καθημερινή)

Ο Θου-Βου στην Αθήνα της αντιπαροχής
Του Δημητρη Mπουρα
Σημείο εκκίνησης του μαραθωνίου για τον δρομέα Θανάση Βέγγο είναι η Μακρόνησος. Εκεί γνωρίζει τον Νίκο Κούνδουρο, ο οποίος, λίγα χρόνια μετά την «αναμόρφωσή» τους στη σκιά του «νέου Παρθενώνα», τον παίρνει στη «Μαγική πόλη» για να παίξει έναν οδηγό απορριμματοφόρου. Από το 1955, που βγήκε στους κινηματογράφους η «Μαγική πόλη», μέχρι τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, οπότε το εμπορικό σινεμά αρχίζει να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος μπροστά στη γυάλινη οθόνη, ο Βέγγος εμφανίζεται σε δεκάδες ταινίες. Σε αυτές, σπανίως τον βλέπουμε να μπαίνει σε ασανσέρ, μπορούμε επίσης να υποθέσουμε πως μάλλον νιώθει άβολα στα διαμερίσματα της αντιπαροχής που αλλάζουν ριζικά την όψη της Αθήνας.
Ο Βέγγος διασχίζει τρέχοντας μιαν άλλη πραγματικότητα, την οποία απωθεί συστηματικά ο μεταπολεμικός ελληνικός κινηματογράφος. Αλλοτε γκαζώνει, σαν όχημα πρώτων βοηθειών με τον φάρο διαρκώς αναμμένο, στο αληθινό νεορεαλιστικό σκηνικό της πόλης, κι άλλοτε ανεβοκατεβαίνει σκάλες πολυκατοικιών σαν να 'χουν πάρει φωτιά τα μπατζάκια του. Εχει μια έμφυτη ευγένεια και είναι σαν ένα ολοζώντανο γκαγκ, όχι όμως για λειτουργικούς λόγους, δηλαδή για να επιταχυνθεί μηχανιστικά ο ρυθμός της κωμωδίας. Ο Βέγγος είναι η απόγνωση που γίνεται γέλιο για να λυτρωθεί ο θεατής.
Ο τρελός και παλαβός Θανάσης είναι σαν σουρεαλιστική καρικατούρα του μεροκαματιάρη, ο οποίος είναι δεσμώτης σε έναν καθημερινό ίλιγγο, σε μια Ελλάδα που έχει πιστέψει πως πρόλαβε το εξπρές της ευημερίας. Ενας βιοπαλαιστής, μονίμως ζαλισμένος. Ενας άνθρωπος για όλες τις δουλειές, που δεν έχει ρίζες στο χωριό, ούτε την κουτοπονηριά του επαρχιώτη, σε μια Αθήνα-Ελντοράντο για τους εργολάβους οικοδομών.
Ισως γι' αυτό όλες οι πατέντες του Θανάση είναι από χέρι καταδικασμένες σε αποτυχία. Ισως γι' αυτό ο Βέγγος στις ηρωικές, τζεϊμσμποντικές στιγμές του αποσπάται σαν κομήτης από την πραγματικότητα για να προσγειωθεί σε έναν κόσμο αχαλίνωτης παιδικής φαντασίας, απορρυθμίζοντας ολόκληρο το σύμπαν ως «φανερός πράκτωρ 000». Ο κλαυσίγελως γίνεται ξέφρενη παρωδία. Γης Μαδιάμ, κι όποιος αντέξει τα αεροπλανικά κόλπα του Θου-Βου.
Ο Θανάσης Βέγγος ήταν η πιο λαϊκή φιγούρα του ελληνικού κινηματογράφου - με μια αισθητική λιτή, χωρίς την κακογουστιά του επιτηδευμένου «λαϊκού». Παραθέτω ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη του Χρήστου Βακαλόπουλου για τους κωμικούς, τον Βέγγο και το κιτς στο «Αντί» (τ. 273, 1984): «Ο Βέγγος είναι σαν ένας μαγνήτης, ο οποίος στο πέρασμά του, καθώς τρέχει, μαζεύει, κολλάνε πάνω του διάφορα πράγματα. Διάφορα αντικείμενα, διάφορα ρούχα, κλουβιά από πουλιά, φωνόγραφοι... Ολο το κιτς που έχουν οι άλλοι, ο Βέγγος το μαζεύει, το δουλεύει, το διαλύει, το πετάει μετά, και φεύγει ελεύθερος. Γι' αυτό ο Βέγγος δεν είναι κιτς».

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathfiles_1_09/05/2011_390174 

Η ψυχή που χώρεσε την Ελλάδα
Ο Θανάσης Βέγγος δημιούργησε καλλιτεχνικά με αλήθειες και έστησε έναν μεγάλο καθρέφτη απέναντι στην κοινωνία
Της Μαριας Κατσουνακη
«Για να μιλήσεις για τον Βέγγο είναι σαν να μιλάς για την 25η Μαρτίου. Δεν ξέρεις τι να πεις... τα 'χουν πει όλα», είχε εύστοχα σχολιάσει ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Γρηγορίου. Με τον θάνατό του, την περασμένη Τρίτη, η φράση αυτή αποτελεί την πιο πλήρη καταγραφή του αδιεξόδου. Αν και η μοναδική επιθυμία του ήταν «να μην απασχολεί κανέναν», γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά, πάρα πολλά, τις τελευταίες ημέρες.
Ο Θ. Βέγγος δημιούργησε καλλιτεχνικά με αλήθειες· όχι με αυταπάτες. Αμεσα, ανυπόκριτα. Εστησε ένα μεγάλο καθρέφτη απέναντι στην ελληνική κοινωνία, επιστρέφοντας μιαν εικόνα που προσπερνούσε, γιατί ήθελε -και μπορούσε- να φαντασιώνει το καλύτερο, αστικοποιημένο αύριο.
Στη δεκαετία του '60, οι περισσότερες ταινίες της Φίνος Φιλμ άρχιζαν με ένα πλάνο της Ακρόπολης και η κάμερα στρεφόταν γρήγορα σε διαμερίσματα και εσωτερικά σπιτιών, αποφεύγοντας τους δρόμους. Εξαίρεση, ο Βέγγος. Μαζί του διασχίζαμε την πραγματική πόλη. Την πραγματικότητα που μεταβαλλόταν πολύ γρήγορα και τον ανάγκαζε να τρέχει.
Η τελευταία εικόνα που έχουμε από τον ηθοποιό είναι στο σπίτι του, στην Αγία Παρασκευή, Νοέμβριο του 2009. Τον είχαμε επισκεφθεί για ένα «Γεύμα» μαζί του, με αφορμή την έξοδο της «Ψυχής Βαθιάς» του Παντελή Βούλγαρη στις αίθουσες. Στο τέλος της συνάντησης επέμενε να μας συνοδεύσει, με τη σύζυγό του Ασημίνα, σύντροφο ζωής για πάνω από 50 χρόνια, στην εξώπορτα και να περιμένουν μέχρι να έρθει στο ασανσέρ. «Μα δεν υπάρχει λόγος...», είχα ψελλίσει τότε διστακτικά. «Βεβαίως και υπάρχει», είχε απαντήσει στέρεα, με την άνεση του ασκημένου οικοδεσπότη. Η πόρτα έκλεισε, η εικόνα έμεινε. Αυτό το πρόσωπο, η «φάτσα», όπως έλεγε ο ίδιος, χάρτης κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, συναισθηματικών μεταπτώσεων, διαθέσεων, επιθυμιών. «Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Ελληνα», απαντούσε κοφτά σε κάθε απόπειρα μυθοποιητικής υπερβολής. Και όχι μόνο. Το πρόσωπο του Θανάση Βέγγου ήταν γενναιόδωρο. Ευανάγνωστο. Προικισμένα ευέλικτο. Δικό μας. Είχε να επιλέξει, γιατί έζησε και δούλεψε σκληρά. Δοκιμάστηκε σε θύελλες, βίωσε εξορίες και απώλειες. Κάπνισε αποτσίγαρα, κουβάλησε πατάτες. Εμαθε να προστατεύει και να προστατεύει και να προστατεύεται, να προσφέρει και να αγαπά.
Ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Λαζαρίδης έχει αφηγηθεί το εξής περιστατικό: «Στις δοκιμές του «Τρελού του Λούνα παρκ» (1970) ο Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες πάνω στη σκηνή, για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. «Δάσκαλε, αδύνατο να φρενάρω. Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θάλασσας, κατάλαβέ το», έλεγε στον Μιχαηλίδη, τον σκηνοθέτη του. «Κι όμως, Θανάση μου, στη σκηνή του μονολόγου που λες για τη ζωή σου, πρέπει να κάτσεις σ' αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Αλλιώς, δεν βγαίνει συγκίνηση». Πράγματι, στην πρόβα τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Ορθιοι χειροκροτούσαν. Τρέχει συγκινημένος και ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια. «Είδες, Θανάση μου, που είχα δίκιο;». «Δάσκαλε, δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Σκεφτόμουν ότι αύριο έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά...»».
Στο ντοκιμαντέρ του Γιάννη Σολδάτου για τον Θ. Βέγγο «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» (και τίτλος σχετικής έκδοσης), ο σκηνοθέτης Δήμος Aβδελιώδης παρατήρησε ότι «αυτό που διακρίνει τον Bέγγο δεν είναι τρέλα αλλά οίστρος». Πράγματι. Οιστρήλατος, εμμονικός, βραχυκυκλωμένος. Συχνά «κιτσοποιημένος», αλλά πάντοτε αυθεντικός.
«Τι δεν αντέχετε περισσότερο;», τον ρωτήσαμε, σε εκείνη την τελευταία συνομιλία του 2009. «Την υποκρισία και την ψυχική μιζέρια. Αυτό το εσωτερικό στρίμωγμα στους ανθρώπους».

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_100001_08/05/2011_441193

Ο υπερρεαλισμός της ανθρωπιάς σε απόλυτη μορφή
Του Γιαννη Bαρβερη
Υπό το φέγγος του Βέγγου έζησε ο νεοέλληνας του Μεταπολέμου. Πολλοί τον προσομοιάζουν με τον Καραγκιόζη: εξωτερικό φαινόμενο που απατά. Ο Βέγγος έχει απόσταγμα πικρό, είναι ανήρ καλός καγαθός, ο Καραγκιόζης είναι αλιτήριος, απατεωνίσκος, και νομίζω πως θα ’πρεπε να τον εξοβελίσουμε από σύμβολό μας. Ο Καραγκιόζης δρα με διεστραμμένη λογική ενώ ο Βέγγος με τον υπερρεαλισμό της απόλυτης ανθρωπιάς, υπερρεαλισμό που ιδίως πετυχαίνει όταν στα σενάριά του συμμετέχει ο Ναπολέων Ελευθερίου. Κινηματογραφικός τελειοθήρας, εμφανίζει το αποτέλεσμά του ως προϊόν ατόφιου αυθορμητισμού. Ο Βέγγος είναι αποτυχημένος εν ιλαρότητι, αποτυχημένος σαν όλους μας και δεν είναι ποτέ κιτς. Ισως κιτς είμαστε όλοι εμείς που προσπαθούμε να θεωρητικοποιήσουμε τα γλυκά και συνάμα πικρά που μας πρόσφερε με τόση γενναιοδωρία. Ο Βέγγος ήταν για την Ελλάδα ό,τι ο Μπάστερ Κίτον για την Αμερική, ο Ντε Φινές για τη Γαλλία, ο Νόρμαν Γουίσντομ για την Αγγλία, ο Τοτό για την Ιταλία. Το πανελλήνιο πένθος εδώ αποκτά την πιο ειλικρινή σημασία του.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_100002_08/05/2011_441192





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου