Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Η νοσταλγία της ποίησης

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ




ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ, Τέσσερις εποχές, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 60

Όταν τα πράγματα μας διώχνουν, όταν οι άνθρωποι δεν μας επαρκούν ως κοινωνικό περιβάλλον, έχουμε την επιλογή της σάτιρας, της κριτικής διάθεσης, της αντιδικίας, ίσως και της μελαγχολίας, ενίοτε και τη σοβαρότερη όλων στάση της αποστασιοποίησης. Μια άλλη επιλογή είναι η αναχώρηση σε επιλεκτικές περιοχές της μνήμης, που γίνονται εμμονές, εξιδανικεύονται, οργανώνονται ως απείκασμα του πραγματικού κόσμου, όπου ακόμα και το περιβάλλον, η φύση, συνεργάζεται, συγκατανεύει, ακολουθεί τη μελαγχολία των ημερών, όπως κυκλικά εναλλάσσονται στην κλίμακα του χρόνου, ακολουθεί τη μελαγχολία των εποχών, όπως αναβλύζουν φιλτραρισμένες από το υπόστρωμα των αναμνήσεων, τη μελαγχολία των τόπων, όπως εγγράφονται στον εμμονικό χάρτη της προσωπικής γεωγραφίας.
Ο ποιητής εγκαταλείπει κάθε αξίωση να ορίσει τα πράγματα μέσα στη φωνή του, να νοηματοδοτήσει τον κόσμο μέσα στις λέξεις του, να οριστεί ως πρόσωπο μέσα στην προσωπική του μυθολογία. Η ήττα της ποίησης δεν είναι κάτι περισσότερο από την ήττα του ποιητή - ταυτίζεται με τα όριά του.
Το θέμα βρισκόταν απέναντί μου
(ένας «Αναπαυόμενος» σε ανάκλιντρο της παραλίας)
έβλεπα την κατακόκκινη τομή στο στέρνο του
την κόκκινη πετσέτα
το σπάνιο πια Delial
(με ρίγη δεκαετιών
με ανακλήσεις)
βάδιζε υπολόγιζα στα εξήντα
Είναι μια στάση, μια κίνηση, ακριβώς αντίστροφη από εκείνη της καρυωτακικής ποίησης. Την ήττα της ποίησης βίωσε, έψαυσε, διανοήθηκε, περιέγραψε ο «αυτόχειρας της Πρέβεζας», παρ’ ότι σίγουρος για την προσωπική ποιητική νίκη του επί της τρέχουσας ποίησης των ημερών του, επί της πάντα τρέχουσας ποίησης. Γιατί αυτή, η «δικιά του» νίκη δεν του αρκούσε, δεν αναπλήρωνε το φρυγμένο έδαφος της ποίησης, τη χαμένη λάμψη του ήλιου, την απόξενη φύση. Επέλεξε την πλέον απόλυτη αποστασιοποίηση, την ανοικείωση. Και έτσι λειτούργησε ως ποιητής.
Καρυωτακισμός δεν υπήρξε στα χρόνια του μεσοπολέμου, όπως διατείνονταν ευφάνταστοι, έντρομοι και διατεταγμένοι γραφιάδες τύπου Καραντώνη, παρά μόνο ως σάβανο, για να παραχωθεί όπως όπως ο ενοχλητικός υπαλληλάκος που έθεσε αυτό το όριο της ανοικείωσης, ως εναρκτήριο και συνάμα τελικό όριο στη γλώσσα του μοντερνισμού. Καρυωτακισμός όμως υπήρξε στο μεταπόλεμο, στο έργο τόσων και τόσων ποιητών, που περνώντας μέσα από την εμπειρία του πολέμου και της αριστεράς, αναζήτησαν μια διαφυγή από τη σκιά του Σεφέρη, που μονοπωλούσε τη νέα ποιητική γλώσσα. Αλλά εδώ ο Καρυωτάκης έγινε απλώς καταφύγιο, όχι εφαλτήριο. Αναπαράχθηκε το κλίμα μέσα στο οποίο έδωσε τη γενναία απάντησή του – σχεδόν  κανείς δεν άντεξε τη γενναιότητά της. Η ανοικείωση, εν προκειμένω η αισθητική απομάκρυνση από το σεφερικό υπόδειγμα, το οποίο σιγά σιγά κυριαρχούσε, δεν αποτολμήθηκε. Η καρυωτακική εμπειρία κατέληξε άλλοθι.
Καρυωτακισμός υπήρξε, ως θεματική τώρα, και στο έργο πολλών ποιητών του ’70. Η αμφισβήτηση βρήκε εύκολα διαύλους επικοινωνίας με τα απόνερα του απογυμνωμένου λυρισμού και της κριτικής διάθεσης του ποιητή. Όμως τα χρόνια πέρασαν, οι κύκλοι όπου να ‘ναι κλείνουν, το διά ταύτα έρχεται όλο και πιο απαιτητικό. Κι εδώ είναι που συμβαίνει η αναδίπλωση, η επιστροφή στα πάτρια της μνήμης, οι απαντήσεις που ανασκαλεύουν όλο εκείνο το μπαγιάτικο -στην εποχή του Καρυωτάκη, για τα γούστα του Καρυωτάκη, με μέτρο την ποίηση του Καρυωτάκη- νεορομαντικό υπόστρωμα. Μικροαστός ήταν και ο Καρυωτάκης, αυτό το βιωματικό υλικό διαχειρίστηκε, όχι όμως για να το νομιμοποιήσει, για να το χρησιμοποιήσει ως κοινωνικό προφίλ, ως αδράνεια, εφησυχασμό, πόζα, αλλά για να το απορρίψει, σημείο προς σημείο, κόκκο προς κόκκο, απογυμνώνοντας την ποίηση από τα πέπλα της μιζέριας και της συμβατικότητας που την περιβάλλουν, σε κάθε περιβάλλον, σε κάθε εποχή. Η ανοικείωση της ποίησης από τους τρέχοντες κοινωνικούς προσδιορισμούς της ανέδειξε τους βαθύτερους και διαρκείς κοινωνικούς προσδιορισμούς της, απελευθέρωσε την προσωπική αλήθεια του ποιητή.
Στον Μαυρουδή θα πρέπει να αναγνωρίσουμε συνέπεια, ποιητική εντιμότητα, καλλιέργεια, λεπταίσθητο γούστο, ευρύτητα οριζόντων, όλα τα υλικά και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γραφούν ωραία ποιήματα, τα οποία όμως δεν αναπληρώνουν τη χαμένη γοητεία της ποίησης. Η νοσταλγία της είναι το τεκμήριο της απουσίας της, όπως η ανοικείωση είναι το απωθημένο, το εσαεί ανεκπλήρωτο του εκλεκτικισμού.  
Βράδυ λοιπόν στο Λουτράκι
για να επιστρέψω στο θέμα
κινούνταν όπως είπα οι βεντάλιες
μύριζαν άνθη στο παραθαλάσσιο σινεμά
και η θεία εκείνη
με κάρτες από το Εβιάν
τη Ρώμη και απ’ το θέρετρο του Κορινθιακού
[...]
πέθανε ήσυχα μου είπαν στο κρεβάτι.
Το βιβλίο του Μαυρουδή, η ποιητική στάση που αποτυπώνει, αποτελεί ένα ασφαλές τεκμήριο για τη θέση και τη διάθεση της ποίησης των ημερών μας, τεκμήριο και κριτήριο οπωσδήποτε ασφαλέστερο από εκείνο που μας δίνουν οι αμέτρητες ποιητικές εκδηλώσεις, οι καθημερινές ποιητικότροπες εκφάνσεις, η αγχωτική περιφορά της ποίησης στο έρημο παζάρι των κοινωνικών αξιώσεων. Το βιβλίο του Μαυρουδή μας προσφέρει ένα σημείο επανεκκίνησης, απ’ το οποίο μπορούμε είτε να ανακαλύψουμε πάλι το χαμένο νήμα της καρυωτακικής ανοικείωσης, είτε, απλώς, να ομολογήσουμε την ήττα της ποίησης, νεκράν όπου σκυλεύουν αλλοφρονούντα τέκνα της.
Πολλοί πιστεύουν, με περισσή ελαφρότητα, πως τα ποιήματα γράφονται εν κενώ, πως ο κάθε μορφωμένος ή και λόγιος άνθρωπος, αν προσπαθήσει, μπορεί να γράψει ένα ευπρεπές ποίημα. Το κενό είναι η διαδρομή της ποίησης, ως πραγματωμένο έργο, το κενό είναι το σημερινό της αδιέξοδο, ο τρόμος μπροστά στο «βάραθρο το αγριωπό», κι αυτό δεν καλύπτεται, δεν «πληρώνεται», με την οποιαδήποτε προσωπική καλλιέργεια, με καμιά ποιητικίζουσα ή φιλολογίζουσα ευκολία. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο του Μαυρουδή, ακριβώς επειδή προϋποθέτει και ανακαλεί πολύ συγκεκριμένα τη διαδρομή της ποίησης, αξιώνεται τη θέση του ως σημερινό ποιητικό έργο, και ακριβώς επειδή προκύπτει ως ουσιωδώς φιλολογικό, είναι ένα σημαντικό βιβλίο.

Υ.Γ. Αυτή η στήλη, που την επισημαίνω με τον τίτλο «Στους δρόμους της ποίησης», σκοπός μου είναι να υπάρχει κάθε Κυριακή, ώστε να χαρτογραφήσουμε το ποιητικό τοπίο, όπως διαμορφώνεται εκ νέου σήμερα, αφού φαίνεται πως η «έκρηξη» της πεζογραφίας αραίωσε τόσο πολύ τα μόρια του λόγου, που προσελκύει πια μικρότερο το ενδιαφέρον, παλαιοτέρων αλλά και νεοεισερχομένων στο λογοτεχνικό στίβο.

Αναστάσιος Καλιακάτσος- Χέρι με πινέλο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου