Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

“Σπιρτόκουτο”, “Ψυχή στο Στόμα”, “Μαχαιροβγάλτης”. Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη

γράφει ο Πάνος Κατσαχνιάς,

Εργατική Αλληλεγγύη
http://www.ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=1112:i946&Itemid=1

Σκηνή από την ταινία “Μαχαιροβγάλτης” Σκηνή από την ταινία “Μαχαιροβγάλτης”
 
 
 
Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, μετά το «Σπιρτόκουτο» το 2002 και την «Ψυχή στο Στόμα» το 2006, ο «Μαχαιροβγάλτης», συνεχίζει να κερδίζει θεατές κι ας παίζεται σε ενάμισι κινηματογράφο στην Αθήνα και έναν στην Θεσσαλονίκη. Έχει ξεπεράσει μέχρι στιγμής τα 6.000 εισιτήρια, από τις αρχές Νοεμβρίου που βγήκε στις αίθουσες κι όπως οι περισσότερες ταινίες που στηρίζονται κυρίως στην από «στόμα σε στόμα» διαφήμιση τους, συνεχίζει σιγά αλλά σταθερά, την πορεία της.

Ο «Μαχαιροβγάλτης», είναι η συνέχεια της «Ψυχής στο Στόμα», με άλλα μέσα;

Κοίτα και όχι μόνο. Και του «Σπιρτόκουτου». Δηλαδή, για μένα η προβληματική η οποία είναι κυρίαρχη στο πυρήνα των έργων μου, είναι μια ματιά πάνω σ’ αυτόν τον τόπο μέσα από καθημερινούς ανθρώπους. Τώρα το τι φόρμα θα είναι η ταινία, γιατί η ταινία είναι και ιστορία και αφήγηση και σινεμά και το πως εν τέλει δημιουργείς κάτι κινηματογραφικά, είναι ένα ζήτημα αλλά σίγουρα από κάτω, η συγκεκριμένη θεματική είναι μόνιμη. Πιστεύω όμως πως αυτό που έκανα εγώ με τις ταινίες μου και η όποια επιτυχία αυτές σημείωσαν, είναι κάτι που έπρεπε κινηματογραφικά να είχε συμβεί εδώ και τριάντα χρόνια στην Ελλάδα.
Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να βάλω μια άνω τελεία στην κουβέντα μας και να τονίσω αυτό που μ’ έχει εκνευρίσει πάρα πολύ, από εχθρούς και φίλους, το ότι δηλαδή δεν θέλω να ξανακούσω την λέξη «λούμπεν». Έχουν όλοι βρει αυτή την λέξη και την πιπιλάνε χωρίς υποπτεύομαι να ξέρουν τι σημαίνει. Που υπάρχει «λούμπεν» στην ταινία; Για μια μικροαστική τάξη μιλάμε. Επειδή οι συμπεριφορές τους είναι αυτές που είναι; Μια φτωχή μικροαστική πραγματικότητα είναι, όπου μέσα σ’ αυτήν καθρεφτίζεται η σύγχρονη Ελλάδα με κάποιους τρόπους. Δεν είπα άλλωστε ότι μιλάω εφ’ όλης της ύλης. Γιατί θεωρώ άδικο ότι το ευρύτερο μήνυμα που θέλω να περάσω, κάποιοι να προσπαθούν μ’ αυτόν τον τρόπο, να το περιθωριοποιήσουν.

Εκτιμάς λοιπόν, ότι οι ταινίες σου ακριβώς επειδή λένε πράγματα και περιγράφουν καταστάσεις, λειτουργούν ως καθρέφτης αυτογνωσίας γι’ αυτούς που τις βλέπουν, ή αντίθετα ως μαξιλαράκι του στυλ: «ουφ υπάρχουν και χειρότερα…»;

Όταν κάνω μια ταινία δεν το σκέφτομαι. Κάνω αυτό που έχω να κάνω. Μπορεί να λειτουργεί μ’ ένα εκατομμύριο διαφορετικούς τρόπους, σ’ ένα σορό διαφορετικό κόσμο. Δεν είμαι εγώ αυτός που μπορώ να το ορίσω. Δηλαδή όλους τους ψυχολογικούς παράγοντες και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις μπορώ να τις καταλάβω. Ένας βλέπει την ταινία μου και φρικάρει, άλλος λέει, «ευτυχώς δεν είμαι σαν αυτούς», άλλος νιώθει «σκατά», άλλος καταλαβαίνει το χιούμορ, άλλος εκτιμά την αισθητική και νιώθει όμορφα. Δεν υπάρχει μια εκ των προτέρων στόχευση. Ούτε ταξική ούτε καταγγελτική. Κάνω αυτό που νιώθω. Κάνω ένα σινεμά που καταπιάνεται με πράγματα συμπεριφοριολογικά, ψυχολογικά, οντολογικά, μιλάω δηλαδή για τον ρατσισμό των ελλήνων, το σωβινισμό, την ξενοφοβία, την φιλοχρηματία, την μπαγαποντιά, την υποκρισία, την αλητεία την αφασία, και πάνω απ’ όλα την σχέση εξουσίας, που είναι κυρίαρχο θέμα στις ταινίες μου. Θεωρώ ότι αυτά τα ζητήματα υπάρχουν παντού και όχι μόνο στις κοινωνικές ομάδες που εγώ επιλέγω ως «ντεκόρ», για να μιλήσω γι’ αυτά.

Γι’ αυτό και «κροκόδειλος» και μάλιστα αιχμαλωτισμένος;

Πιθανόν ναι. Γιατί ο κροκόδειλος είναι αυτό το «κρύο αίμα» και  το άμυαλο. Το κυρίαρχο ένστικτο του είναι να γεμίσει το στομάχι του. Είναι χοντρόπετσος γι’ αυτό και έχει επιβιώσει ως είδος. Μπορεί στην ταινία να μοιάζει με ατραξιόν, αλλά φαίνετε έτσι γιατί είναι αιχμαλωτισμένος στο ενυδρείο της ταβέρνας. Αλλιώς θα ήταν πολύ επικίνδυνος. Ο ήρωας όμως της ταινίας ο Νίκος, αν υποθέσουμε ότι αυτός είναι ο «Μαχαιροβγάλτης», δεν είναι καθόλου μαντρωμένος. Από την στιγμή που μπαίνει μέσα στο σύστημα γίνεται ελεύθερος. Μην σε ξαφνιάζει καθόλου ότι ο ίδιος μπορεί μετά από 15 χρόνια να γίνει δημοτικός σύμβουλος αν όχι και Δήμαρχος της περιοχής, αν είναι καπάτσος… Ο συγκεκριμένος άνθρωπος, με τον ψυχισμό που κουβαλάει, με το που εντάσσετε στο περιβάλλον του συστήματος, τότε είναι που «απελευθερώνεται». Τότε είναι που βρίσκει ταυτότητα, νόημα, που μπορεί να «παίξει μπάλα», να γίνει κάποιος. Κι αυτό βέβαια έχει να κάνει και με το πόσο σαθρό είναι το σύστημα. Γιατί φαντάσου πόσους αντίστοιχους με τον Νίκο ανθρώπους έχει μέσα του. Που είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο «απελευθερωμένοι» και κάνουνε ότι θέλουνε;

Τι πιστεύεις ότι φταίει, ο «τόπος» ή οι άνθρωποι που ζούνε σ’ αυτόν;

Υποθέτω πως μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, ο καθένας μας βρίσκει τους κανόνες με τους οποίους πρέπει να «παίξει» στην ζωή του δυστυχώς έτοιμους. Κι από εκεί και πέρα βέβαια επιλέγει ως ένα βαθμό το τι δρόμο θ’ ακολουθήσει. Δυστυχώς είναι ένα σύστημα που προάγει το «φαίνεσθε» απέναντι στο «είναι». Αν φαίνεσαι αθώος είσαι αθώος, αν φαίνεσαι ικανός είσαι ικανός, η αν μπορείς να φαίνεσαι, γιατί «απλά» έχεις την δυνατότητα να το κάνεις. Τώρα το τι πραγματικά είσαι, τρέχα γύρευε…

Τι είναι αυτό που σε γοητεύει στα συγκεκριμένα πρόσωπα και στις καταστάσεις που αυτά βιώνουν, ώστε να ασχολείσαι συνεχώς μαζί τους στις ταινίες σου;

Κατ’ αρχήν γιατί θεωρώ ότι είναι σχεδόν η πλειοψηφία στην Ελλάδα. Ίσως γιατί δεν έχω κι άλλη επιλογή. Ποιους να διαλέξω; Ιστορίες απλών ανθρώπων που ζούνε είτε στην επαρχία, είτε στην πόλη διαλέγω. Έχουμε παρανομία που ν’ αξίζει τον κόπο; Έχουμε αστροναύτες; Να πάμε στην μεγαλοαστική τάξη που είναι ένα πράγμα νεφελώδες; Ε, και μετά που να πάμε; Στην πολιτική εξουσία; Άρα τι μένει; Η δεξαμενή μου είναι αυτή της πλειοψηφίας του κόσμου, λίγο πάνω, λίγο κάτω, αυτό. Τι άλλο; Άλλωστε οι καλύτερες ελληνικές ταινίες που γίνανε κάτι τέτοιες είναι: «Αναπαράσταση», «Οι Απέναντι», «Η Τιμή της Αγάπης», «Ιωάννης ο Βίαιος». Τι άλλους μύθους έχει η Ελλάδα εκτός από την οικογένεια κι από τον μύθο της μεσαίας τάξης; Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι κάτι το «ιδιαίτερο». Είναι οι γονείς μας και άρα αυτό που με ελκύει είναι το ότι είναι ανθρώπινοι, έχουν μία «ανθρωπίλα», τους ξέρω, τους γνωρίζω.

Πιστεύεις δηλαδή, ότι οι άνθρωποι μπορούν αντικειμενικά να αλλάξουν τις ζωές τους, όταν αυτές κινούνται σε τόσο «υποβαθμισμένες» συνθήκες;

Είμαστε μια μικρή επαρχία, μια χώρα δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων. Ακόμα και οι ολυμπιονίκες μας γιαλαντζί είναι. Και μιλάω για την σύγχρονη Ελλάδα, μην αρχίσουμε τώρα με τις χλαμύδες  και τα τέτοια… Και σαν ιστορία πρέπει να καταλάβουμε το μέγεθός μας, για να αρχίσουμε να είμαστε ωραίοι, σωστοί. Και το μέγεθος μας είναι το μικρό. Είμαστε μικροί, εξ’ ου και οι επιδόσεις μας όσον αφορά τον τόπο που ζούμε, τους πολιτικούς που βγάζουμε, τα πάντα. Οι επιδόσεις μας είναι για κλάματα. Όσο πιο νωρίς το καταλάβουμε και «συμφιλιωθούμε» μ’ αυτό και «δουλέψουμε» μαζί μ’ αυτό, θα γίνουμε καλύτεροι. Είναι απλά τα πράγματα. Να είμαστε ειλικρινείς, αυθεντικοί, αληθινοί. Γιατί ζούμε με τα ψέματα, δεν υπάρχει αλήθεια. Και πρέπει να ψάξει ο καθένας μέσα του, κατά πόσο αυτό του επιβάλλεται, ή είναι προσωπική του επιλογή.
Αυτή την χώρα την κατατρέχει μια μεγαλομανία κι ένας «αρχοντοχωριατισμός». Αν καταφέρουμε να αποβάλουμε αυτήν την μεγαλομανία που μας χαρακτηρίζει και δούμε τα πράγματα στο σωστό τους μέγεθος, τότε θα μπορέσουμε να κυνηγήσουμε πράγματα. Να είσαι χαρούμενος με αυτά που παράγεις εσύ, που κάνεις εσύ, το σινεμά που κάνεις εσύ, το τραγούδι. Γιατί πρέπει να κυνηγάμε το περισσότερο. Οφείλεις να κυνηγάς. Η ζωή στο επιβάλλει. Αλλά το στοίχημα είναι να προσπαθείς να καταλαβαίνεις πάντα ποιος είσαι, τι είσαι, ώστε να μπορείς να γίνεις αποτελεσματικότερος σ’ αυτά που διεκδικείς.

Πιστεύεις ότι όπως ο Αλέκος στην ταινία, βρισκόμαστε σε μια περίοδο, όπου πρέπει να περιφρουρήσουμε τα «όποια» κεκτημένα μας, τοποθετώντας κάγκελα παντού και τραβώντας διαχωριστικές γραμμές, ή ότι πρέπει να βγαίνουμε προς τα εμπρός, διεκδικώντας μαζί ακόμη περισσότερα, μιας και εντέλει δεν έχουμε να χάσουμε παρά τις αλυσίδες μας;

Δεν το έχω σκεφτεί έτσι ιδεολογικοποιημένα. Ο Αλέκος είναι ένας χαρακτήρας. Δεν το έχω σκεφτεί έτσι, δεν ξέρω τι πρέπει η δεν πρέπει να κάνουμε. Στην ταινία ο Αλέκος τσακώνεται με τους γείτονες, ζει σ’ ένα σπίτι με κάγκελα παντού σε πόρτες και παράθυρα και έχει δύο σκυλιά για να τον προστατεύουν. Μπορεί να έχει και δίκιο. Πρέπει να σου πω ότι το σπίτι αυτό το βρήκαμε έτσι. Είναι ένας οικογενειάρχης από την Ήπειρο με δύο παιδιά, ο οποίος αναγκάστηκε κάποια στιγμή να κάνει το σπίτι του φρούριο ο καημένος. Και η πρόταση του Νίκου του ανιψιού του Αλέκου στην ταινία, να τα βρει με τους γείτονες, γιατί διαφορετικά αργά η γρήγορα θα του τα φολιάσουν, όσο κι αν αυτός τα προσέχει, δεν γίνεται γιατί προκρίνεται μια άλλη στάση ζωής, αλλά γιατί στην πραγματικότητα δεν τον ενδιαφέρει καθόλου το ζήτημα. Δεν προτείνουν δηλαδή, ιδεολογικά μοντέλα οι ήρωες. Οι ταινίες μου αφορούν τους συγκεκριμένους ήρωες, συγκεκριμένους χαρακτήρες κι έχουν συγκεκριμένο πλαίσιο, δηλαδή μια συγκεκριμένη ιστορία και λένε συγκεκριμένα πράγματα. Ίσως και να είναι εικόνες ενός μέλλοντος που θα ‘ρθει και εδώ. Λατινική Αμερική θα γίνει η Ελλάδα.

Σε μια σου πρόσφατη συνέντευξή λες: «Ζούμε μέσα στα σκατά, σε μια κόλαση... Η μόνη διέξοδος είναι η αισθητική»… και πιο κάτω λες, η «δημιουργία…». Ιδίως σε περιόδους σαν την σημερινή, όπου η πλειοψηφία του κόσμου χάνει κατακτήσεις ετών, μου αποσαφηνίζεις αυτήν σου την «πολιτική» πρόταση;

Αυτό είναι, ότι λέει. Απλά μην το βλέπεις αυτό που είπα με τα στενά όρια του καλλιτέχνη που μιλάει. Είναι το να σηκωθείς από τον καναπέ σου, να δημιουργήσεις. Από την εμπλοκή με τα κοινά, την δημιουργία οικογένειας, μέχρι την επανάσταση. Πρέπει να είσαι σε μια κίνηση, σε μια δημιουργική αγωνία, κάτι να ψάχνεις. Να μην σε καταπιεί η βαρύτητα και η βραδύτητα. Απλά το είπα αυτό, γιατί πολλές φορές ζητάνε από τους καλλιτέχνες, οι επιφανειακοί παραλήπτες της τέχνης, ένα συμπέρασμα, ένα νόημα, ένα ηθικό δίδαγμα, το οποίο μπορεί να μην υπάρχει. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν είπε ότι το έργο τέχνης, η τέχνη είναι κάτι το παιδαγωγικό η το ηθικό. Στην πραγματικότητα είναι ένα πολύ σκοτεινό ζήτημα και πολύ επικίνδυνο, που μπορεί να σε καταστρέψει, άμα δεν είσαι έτοιμος να έρθεις αντιμέτωπος μ’ αυτό που λέγεται καλλιτεχνικό έργο. Αυτή είναι η αλήθεια τώρα, πέρα από το περιτύλιγμα του αστικού κόσμου, που έχει βάλει τον καλλιτέχνη και το έργο τέχνης μέσα στις γκαλερί, στο χρηματιστήριο των αξιών και στα μουσεία. Το έργο τέχνης είναι ένα πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο, γιατί όλο αυτό το πράγμα έχει να κάνει με την «σκοτεινή πλευρά». Κι όταν μπαίνεις στην «σκοτεινή πλευρά» του ανθρώπινου όντος δεν ξέρεις πάντα που θα βγεις κι αν θα βγεις πουθενά. Δεν κάνεις τίποτα άλλο από το να «φωτίζεις» κάποια πράγματα. Τώρα από εκεί και πέρα, τα συμπεράσματα δικά σας. Το ζήτημα είναι αν σε «μετατοπίζει»; Μετατοπίζεσαι κάπως ως άνθρωπος; Ψυχολογικά, συναισθηματικά, υπαρξιακά. Σε συγκίνησε; Σου κάνει κάτι; Αυτό είναι το θέμα. Δεν υπάρχει η βεβαιότητα, το συμπέρασμα. Βεβαιότητα έχουνε μόνο οι θρησκείες. Οι υπόλοιποι άνθρωποι έχουμε ένα αίσθημα για κάποια πράγματα και το σκαλίζουμε. Το ψάχνουμε ο καθένας από εκεί που νομίζει.

Το χιούμορ στην ταινία σου είναι υπερρεαλιστικό και υποχθόνιο. Πόσο σημαντικό νομίζεις ότι είναι γενικά το χιούμορ για την ζωή μας;

Νομίζω ότι το χιούμορ παραγνωρίζεται στην ταινία και είναι κάτι που μου κάνει τρομερή εντύπωση. Είσαι ο πρώτος που το επισημαίνει. Αναφέρονται όλοι στο πόσο σκοτεινή είναι, πόσο ζοφερή, αλλά κανείς δεν αναφέρετε στο χιούμορ που διατρέχει την ταινία και που είναι κι ένα στοιχείο που την διαφοροποιεί ακόμα περισσότερο από τις δύο προηγούμενες. Δηλαδή και μόνο η επιλογή του ονόματος του θείου: «Αλέκος Ευτυχίδης», είναι μια πικρή φάρσα. Το χιούμορ λοιπόν για εμένα, πέρα από το ότι είναι απελευθερωτικό και ότι μπορείς να πεις πάρα πολλά πράγματα, η και να «βεβηλώσεις» πράγματα μ’ έναν ωραίο τρόπο, «σπάει» κι αυτή την σοβαροφάνεια, που είναι μια μεγάλη κατάρα για την ελληνική διανόηση και τέχνη. Κι αυτό το πράγμα πάντα μ’ ενοχλούσε. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι το χιούμορ, είναι που διαλύει κάθε τι απόλυτο. Ίσως κάποιοι πάλι να βλέπουν με πολλά στερεότυπα εκ των προτέρων τις ταινίες μου, θεωρώντας ότι σ’ αυτές δεν υπάρχει χώρος για κάτι που θα σε κάνει να γελάσεις. Πράγμα που είναι λάθος, γιατί το χιούμορ είναι κομμάτι της αισθητικής. Πως δηλαδή δίνονται όλα αυτά, η φόρμα. Γιατί εγώ ως καλλιτέχνης κρίνομαι, από το πως φτιάχνω την ταινία. Όχι από το πόσο σοφός είμαι, πόσα βιβλία έχω διαβάσει, πόσο κόβει το μυαλό μου.  Κρίνομαι δηλαδή, από το πόσο καλά φτιάχνω μια ταινία και αποδίδω αυτά που θέλει να περιγράψει. Η δουλειά μου είναι τεχνική. Πως δηλαδή, θα σε «κεράσω» τα στοιχεία. Από την μία να φρικάρεις, από την άλλη να γελάς.

Άρα το: «Πάμε να φτιάξουμε κάτι όμορφο» αποτελεί μια πολύ δυνατή ειρωνεία στην ταινία ή πραγματικά πιστεύεις, ότι ακόμα κι από τόσο δύσκολες και προβληματικές καταστάσεις, μπορεί όντως να προκύψει κάτι όμορφο;

Είναι το πρώτο που λες. Είναι μια «θανατερή» ειρωνεία. Σαρκάζει. Άλλωστε το βλέπει κανείς και σαν μότο κάτω από τον τίτλο της αφίσας. «Μαχαιροβγάλτης» και «Πάμε να φτιάξουμε κάτι όμορφο», είναι κάτι που δεν κολλάει ακόμα κι αν δεν έχεις δει την ταινία. Σου δίνει να καταλάβεις όμως ότι κάτι δεν πάει καλά. Είναι ένα παιχνίδι που κάτι θέλει να μας πει. Και επιπλέον ο Μουρίκης στην ταινία την εκστομίζει καταπληκτικά την συγκεκριμένη ατάκα.

Όντας, μέσα από το έργο σου, ένας εκπρόσωπος του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, τι πιστεύεις ότι χρειάζεται, προκειμένου να παγιωθεί αυτή η νέα προσπάθεια;

Νομίζω ότι χρειάζεται τόλμη. Εδώ και δεκαετίες είναι άτολμος ο ελληνικός κινηματογράφος. Το ταλέντο, τα λεφτά, η γνώση, η κατάρτιση, η παιδεία, είναι προαπαιτούμενα. Τόλμη και ευφυΐα είναι αυτά που δεν βλέπεις. Κι η ευφυΐα βέβαια με την τόλμη έχει να κάνει πάλι, γιατί μπορεί να έχεις μια ιδέα, αλλά να μην τολμήσεις να την υλοποιήσεις στο τέλος-τέλος. Και να ξαναπέσεις στην μετριότητα.
Δεν το βλέπω να έρχεται σύντομα. Ότι θα ‘ρθει κάποτε θα ‘ρθει, αλλά προς το παρόν σχεδόν όλη η ελληνική τέχνη και διανόηση είναι του καναπέ. Είναι ψόφια. Ηθικό ανάστημα και συγκρουσιακή διάθεση λείπουν. Έχει ψοφήσει από τον πολύ στενό εναγκαλισμό με την εξουσία. Ξέρεις, η τάση του να είμαι κι εγώ στο «πάρτι». Κι αυτό μόνο σπάει, όταν αλλάξει η κοινωνία. Θέλει τον χρόνο του.

Με τον «Μαχαιροβγάλτη» κλείνεις την άτυπη τριλογία των «κωμωδιών» σου «Σπιρτόκουτο» και «Ψυχή στο στόμα». Με τι συνεχίζεις;

Με τον «Μαχαιροβγάλτη» τελειώνω με τις κωμωδίες. Και συνεχίζω με μια πραγματικά σκοτεινή και ζοφερή ταινία. Στην οποία συνειδητά απουσιάζει το χιούμορ. Έτσι τουλάχιστον όπως έχει ήδη γραφτεί το σενάριο. Γιατί στην πορεία δεν ξέρω. Τα γυρίσματα της θα αρχίσουν τον επόμενο χειμώνα. Και για το τέλος, θα σου αποκαλύψω και τον τίτλο της, που εκτός απροόπτου θα ονομάζεται: «Ο Εξαδάχτυλος».

Info: Οι προβολές συνεχίζονται στον κινηματογράφο ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ, ΝΑΝΑ (προβολή τα μεσάνυχτα) και στη Θεσσαλονίκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου