Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

αριστερές (και όχι μόνο) εκδόσεις - μαρξιστική κριτική (προτάσεις του μήνα)

από το περιοδικό "σοσιαλισμός από τα κάτω" που κυκλοφορεί 
http://www.sek-ist.gr/SAK/


γράφει ο Πάνος Γκαργκάνας

Αντιδραστικές προκαταλήψεις Συλβαίν Γκουγκενέμ Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ Τιμή 24 ευρώ, 300 σελίδες, Εκδόσεις Ολκός


Υπάρχει μια κακή παράδοση στο χώρο των εκδόσεων στην Ελλάδα. Να μεταφράζονται στα ελληνικά, βιβλία που «υπερασπίζονται» τον ελληνικό πολιτισμό, έστω και αν ποτέ δεν έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά οι απόψεις στις οποίες απαντούν. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Μαίρης Λέφκοβιτς που απαντούσε στο βιβλίο του Μάρτιν Μπερνάλ για τη «Μαύρη Αθηνά». Τώρα ήρθε να προστεθεί το βιβλίο του Συλβαίν Γκουγκενέμ, που κατακεραυνώνει όσους τολμούν να μιλήσουν για ισλαμική συμβολή στην ανακάλυψη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού από την ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Πρόκειται προφανώς για «προληπτική καταστολή», γιατί τα βιβλία στα ελληνικά που μιλάνε για το Ισλάμ και το ρόλο του σαν γέφυρα από την αρχαιότητα στη σύγχρονη εποχή σπανίζουν.

Έστω και έτσι, χωρίς αντίπαλο δηλαδή, το βιβλίο του Γκουγκενέμ είναι σκέτη αποτυχία, με επικίνδυνα ρατσιστικές προεκτάσεις.

Η βασική του θέση είναι ότι οι φιλοσοφικές και επιστημονικές κατακτήσεις της αρχαιότητας επιβίωσαν στο Βυζάντιο και από εκεί πέρασαν στη Δύση δίνοντας τα ελληνικά φώτα στην Ευρώπη που αναζητούσε τις ελληνικές ρίζες του πολιτισμού της.

Στην Ελλάδα, δεν έχουμε ανάγκη από κανέναν Γκουγκενέμ για να μας παρουσιάσει αυτόν τον μύθο. Υπάρχει ολόκληρος Παπαρρηγόπουλος που γαλούχησε γενιές και γενιές του ελληνικού εθνικισμού και έγινε κολώνα της κυρίαρχης ιδεολογίας εδώ και 150 χρόνια. Αν ο καθηγητής Γκουγκενέμ έκανε μια βόλτα στην οδό Ασκληπιού στο κέντρο της Αθήνας, θα διαπίστωνε ότι σχεδόν όλα τα κάθετα στενά που ανηφορίζουν το πλάι του Λυκαβηττού τιμούν το όνομα και κάποιου φωτισμένου Πατριάρχη ή άλλου Βυζαντινού λόγιου ή άρχοντα, από αυτούς που ο ίδιος ανακάλυψε στις αρχές του 21ου αιώνα. Κομίζει «γλαύκα εις Αθήνας», για να το πούμε στη γλώσσα που ίσως καταλαβαίνει.

Πέρα από μια κολακευτική για τους μύθους του ελληνικού εθνικισμού ανακύκλωση, τι νέο έχει να προσφέρει λοιπόν αυτό το βιβλίο; Και γιατί αυτή η ανακύκλωση αυτή τη στιγμή;

Το κυριότερο στοιχείο που προσκομίζει ο Γκουγκενέμ είναι ότι οι μοναχοί στο Μον-Σαιν-Μισέλ της βόρειας Γαλλίας μετάφρασαν Αριστοτέλη κατευθείαν από τα ελληνικά στα λατινικά, περίπου πενήντα χρόνια πριν από τις μεταφράσεις του Αριστοτέλη που έγιναν από τα αραβικά στα λατινικά με βάση τις βιβλιοθήκες του Τολέδο, ύστερα από την κατάκτηση της ισλαμικής Ανδαλουσίας από τους χριστιανούς ιππότες της Ισπανίας.

Εδώ χρειάζονται δυο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι με βάση τους μεσαιωνικούς ρυθμούς εκείνης της εποχής, πενήντα χρόνια δεν είναι τόσο πολλά ώστε να θεμελιώνουν το μοναστήρι του Μον-Σαιν-Μισέλ σαν φάρο της γνώσης και να περιθωριοποιούν τις βιβλιοθήκες της Ανδαλουσίας. Πιο σημαντικό, όμως, είναι ένα δεύτερο, συγκριτικό στοιχείο που μας δίνει ο Φερνάν Μπροντέλ στο βιβλίο του «Η Ιστορία των Πολιτισμών». Γράφει σχετικά:

«Στην Κόρδοβα, ο χαλίφης Ελ Χακάμ ο 2ος (961-976) αναφέρεται ότι είχε στη βιβλιοθήκη του 400.000 χειρόγραφα και σαράντα τέσσερις τόμους καταλόγων. Ακόμη και αν αυτοί οι αριθμοί είναι παραφουσκωμένοι, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η βιβλιοθήκη του Κάρολου του 5ου της Γαλλίας (Κάρολος ο Σοφός, γιος του Ιωάννη του Καλού) περιείχε μόνο 900 χειρόγραφα» (σελίδα 72 στην αγγλική έκδοση Penguin του 1995. Ελληνική έκδοση από το ΜΙΕΤ το 2001 με τίτλο «Γραμματική των Πολιτισμών» από τα γαλλικά).

Είναι σαν να συγκρίνουμε έναν κουβά νερό με ένα ολόκληρο ποτάμι. Ο Μπροντέλ είναι εξαιρετικά διαφωτιστικός σε αυτά τα ζητήματα:

«Επί τέσσερις ή πέντε αιώνες, το Ισλάμ ήταν ο πιο λαμπρός πολιτισμός του παλιού κόσμου. Εκείνη η χρυσή εποχή κράτησε σε γενικές γραμμές από την ηγεμονία του Μαμούν, του ιδρυτή του Οίκου των Επιστημών στη Βαγδάτη (χώρου που συνδύαζε τις ιδιότητες της βιβλιοθήκης με του μεταφραστικού κέντρου και αστρονομικού παρατηρητήριου) μέχρι το θάνατο του Αβερρόη, του τελευταίου από τους μεγάλους Μουσουλμάνους φιλόσοφους, που πέθανε το 1198 στο Μαρακές σε ηλικία 72 ετών.

...Ο τομέας των επιστημών ήταν αυτός στον οποίο οι Σαρακηνοί (όπως τους αποκαλούσαν μερικές φορές εκείνους τους καιρούς) έκαναν τις πιο πρωτότυπες συνεισφορές. Αυτές, εν συντομία, δεν ήταν τίποτε λιγότερο από την τριγωνομετρία και την άλγεβρα (με το χαρακτηριστικό αραβικό όνομα). Στην τριγωνομετρία οι Μουσουλμάνοι ανακάλυψαν το ημίτονο και την εφαπτομένη. Οι Έλληνες μετρούσαν τις γωνίες μόνο με τη χορδή του τόξου που έβλεπε η γωνία: το ημίτονο ήταν το μισό της χορδής. Ο Αλ Χουάρασμι (όνομα που υιοθέτησε ο Μοχάμεντ Ιμπν Μούσα) δημοσίευσε το 820 ένα σύγγραμμα άλγεβρας που έφτανε μέχρι τις εξισώσεις δεύτερου βαθμού: μεταφρασμένο στα λατινικά τον δέκατο έκτο αιώνα, έγινε βασικό βοήθημα στη Δύση.

Εξίσου εξαιρετικοί ήταν οι μαθηματικοί γεωγράφοι του Ισλάμ, τα αστρονομικά παρατηρητήρια και όργανά του (ιδιαίτερα ο αστρολάβος) καθώς και οι εντυπωσιακές έστω και ατελείς μετρήσεις γεωγραφικού πλάτους και μήκους, που διόρθωσαν τα χτυπητά λάθη του Πτολεμαίου. Οι Μουσουλμάνοι αξίζουν επίσης μεγάλους βαθμούς για την οπτική, τη χημεία (διύλιση της αλκοόλης και παρασκευή ελιξίριων και θειικού οξέος) καθώς και για τα φάρμακά τους....

Στον τομέα της φιλοσοφίας αυτό που έγινε ήταν μια εκ νέου ανακάλυψη - μια επιστροφή ουσιαστικά στα θέματα της περιπατητικής φιλοσοφίας. Το εύρος της εκ νέου ανακάλυψης, όμως, δεν περιορίζεται στη μετάφραση και μεταφορά, όσο σημαντικές κι αν ήταν αυτές οι προσφορές χωρίς αμφιβολία. Υπήρχε επίσης συνέχιση, διευκρίνιση και δημιουργία...ο Αριστοτέλης κυρίευσε όλους τους falasifat (θεράποντες της φιλοσοφίας). Η σύγκριση με την Αναγέννηση έχει νόημα: υπήρξε πραγματικά Μουσουλμανικός ουμανισμός, πολύτιμος και πολύπλευρος.

...Πέντε ονόματα ξεχωρίζουν: ο Αλ Κίντι, ο Αλ Φαράμπι, ο Αβισένας, ο Αλ Γκαζάλι και ο Αβερρόης. Ο τελευταίος ήταν ο πιο σημαντικός εξαιτίας των τεράστιων επιπτώσεων που είχε ο Αβερροϊσμός στη Μεσαιωνική Ευρώπη».

Όλα αυτά είναι προφανώς γνωστά στον Γκουγκενέμ. Δεν γίνεσαι καθηγητής σε γαλλικό πανεπιστήμιο αγνοώντας τον Μπροντέλ. Άλλωστε υπάρχουν στο βιβλίο υποσημειώσεις που παραπέμπουν στο κλασικό έργο του Μπροντέλ για τη Μεσόγειο. Παρόλα αυτά, ο Μπροντέλ λείπει από τη βιβλιογραφία που προτείνει ο Γκουγκενέμ στο βιβλίο του. Ακόμα χειρότερα, ο Γκουγκενέμ επιλέγει να επιτεθεί σε πολλούς και διάφορους συγγραφείς που προβάλλουν το Ισλάμ και τη θέση του στην ιστορία, αλλά αποφεύγει να αναφερθεί στα σημεία που μόλις αναφέραμε. Τι να απαντήσει άλλωστε σε έναν Μπροντέλ τόσο κατηγορηματικό για τα επίμαχα ζητήματα!

Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να ξεγλυστρίσει ο Γκουγκενέμ είναι καταφεύγοντας σε απαράδεκτες θεωρίες. Γράφει:

«Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε ανώδυνο να μεταφράσεις από τα ελληνικά στα αραβικά - με τη μεσολάβηση ή όχι των συριακών - και στη συνέχεια από τα αραβικά στα λατινικά. Ποιό φιλοσοφικό κείμενο, ποιός επιστημονικός συλλογισμός θα μπορούσε να βγει αλώβητος έπειτα από επαναλαμβανόμενες μετατροπές, όπου όχι μόνο το λεξιλόγιο αλλά και η σκέψη, όπως εκφράζεται από τη σύνταξη, μεταπηδούν από ένα ινδοευρωπαϊκό σε ένα σημιτικό σύστημα, για να επιστρέψουν και πάλι στο σύστημα προέλευσης;» (σελίδα 18,19).

Οι καλόγεροι του Μον-Σαιν-Μισέλ, λοιπόν, είχαν φυλετικό προβάδισμα ως μεταφραστές του Αριστοτέλη σε σύγκριση με τους άραβες φιλόσοφους. Το βιβλίο του Γκουγκενέμ είναι γεμάτο από τέτοια ολισθήματα που μαρτυρούν τις προκαταλήψεις του. Φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί ότι «η Δύση όφειλε μέρος της εξέλιξής της στην πρακτική της εξομολόγησης, που ενθάρρυνε την ενδοσκόπηση, τον έλεγχο της συνείδησης και κατά συνέπεια την ψυχολογική και γνωστική πρόοδο του ατόμου σε σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους» (σελ. 212). Από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό στον πολιτισμό του σύγχρονου καπιταλισμού με τη βοήθεια της Ιεράς Εξέτασης! Τέτοιοι «υπερασπιστές» του Αριστοτέλη να μας λείπουν.

Αυτές οι προκαταλήψεις εκφράζονται ρητά στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου. Ο Γκουγκενέμ ανησυχεί ότι τα βιβλία της ιστορίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ίσως ξαναγραφτούν για να διορθώσουν την αρνητική εικόνα που δίνουν για το Ισλάμ στους μαθητές (βλέπε σελίδες 15 και 219). Το δικό του σύγγραμμα εντάσσεται συνειδητά στο ρεύμα της ισλαμοφοβίας που προσπαθεί να ντύσει ιδεολογικά το σύγχρονο ρατσισμό.

Το χειρότερο ολίσθημα από όλα το φυλάει για το τέλος, όπου προσπαθεί να αμαυρώσει τους ιστορικούς που μιλάνε για το Ισλάμ (και ιδιαίτερα «μια ορισμένη ακροαριστερά») ταυτίζοντας τους με τους Ναζί. Επικαλείται ένα βιβλίο γραμμένο από μια γερμανίδα ιστορικό που συνδέθηκε με τον Χίμλερ. Προτιμάει προφανώς να ξεχνάει ότι ο Μπροντέλ άρχισε το μακρόχρονο ιστορικό του έργο γράφοντας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, κρατούμενος των Ναζί. Μερικές λαθροχειρίες δεν έχουν όρια!


γράφει ο Κώστας Πίττας

Οι ρίζες της Αντίστασης Γιώργος Μαργαρίτης Προαγγελία θυελλωδών ανέμων Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής Τιμή 29,5 ευρώ, 435 σελίδες Εκδόσεις Βιβλιόραμα


Η περίοδος από το 1943 ως το 1949 είναι από τις κρισιμότερες στην ιστορία του εργατικού και λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα: φασιστική κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση, Δεκέμβρης ΄44, Βάρκιζα, δεξιά καταστολή και ιμπεριαλιστική επέμβαση, Εμφύλιος είναι τα γεγονότα που καταγράφουν μια κολοσσιαία ταξική σύγκρουση, μια περίοδο Επανάστασης και Αντεπανάστασης που καθόρισε το κίνημα στη χώρα μας για δεκαετίες.

Ο Γιώργος Μαργαρίτης στο βιβλίο του «Προαγγελία Θυελλωδών Ανέμων» επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα ποιες ήταν οι συνθήκες που γέννησαν αυτό το μεγαλειώδες κίνημα, για την ακρίβεια, ποιες ήταν οι προϋποθέσεις της μαζικής ριζοσπαστικοποίησης εκατομμυρίων ανθρώπων. Όπως και σε ένα προηγούμενο βιβλίο του «Από την ήττα στην Εξέγερση» (1993), αναζητά τις κοινωνικές αιτίες κατά κύριο λόγο στις οικονομικές διεργασίες των πρώτων δυο χρόνων της Κατοχής, στο «χειμώνα της πείνας» και στις μεταβαλλόμενες σχέσεις μεταξύ πόλης και υπαίθρου, στην πολιτική και ιδεολογική απονομιμοποίηση του κρατικού μηχανισμού και της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Το ερμηνευτικό σχήμα του Μαργαρίτη («Όταν η οικονομία παράγει πολιτική», είναι ο τίτλος ενός κεφαλαίου) τονίζει το ρόλο που έπαιξε η πείνα στην Αθήνα το χειμώνα του 1941, η οποία έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία συνεταιρισμών επιβίωσης κύρια ανάμεσα στους εργαζόμενους , που με τη σειρά τους άνοιξαν το δρόμο για απεργίες και πότισαν το έδαφος για να φυτρώσουν οι σπόροι του Εργατικού ΕΑΜ και του ΕΑΜ στη συνέχεια. Στην ύπαιθρο, η απόπειρα της δωσίλογης κυβέρνησης να φορολογήσει την αγροτική παραγωγή το 1942 θα συναντήσει την αντίδραση των αγροτών και θα ανοίξει το δρόμο για την ένοπλη αντίσταση και την εμφάνιση των αντάρτικων ομάδων ως μηχανισμό προστασίας του πληθυσμού των χωριών.

Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και μακροσκελή κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένο στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Χρησιμοποιώντας πληθώρα στοιχείων, ο Μαργαρίτης καταρρίπτει το μύθο της επίσημης ιστοριογραφίας και των σχολικών βιβλίων περί «ηρωισμού της φυλής που νίκησε έναν συντριπτικά ανώτερο αντίπαλο». Δείχνει ότι τους πρώτους μήνες της σύγκρουσης, ο πόλεμος ήταν μια σχετικά «εύκολη υπόθεση» για τον ελληνικό στρατό, αφού βρέθηκε αντιμέτωπος με μια αριθμητικά μικρότερη ιταλική δύναμη, ισχνά εξοπλισμένη και με ανύπαρκτο επιχειρησιακό σχεδιασμό. Όμως, από τη στιγμή που η ελληνική προέλαση κόλλησε στις λάσπες της αλβανικής ενδοχώρας μέχρι και τη γερμανική εισβολή τον Απρίλη του 1941, οι έλληνες φαντάροι έβλεπαν ότι πολεμούσαν σε μια αδιέξοδη, χωρίς νόημα σύγκρουση και μάλιστα προδομένοι από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία τους. Γυρίζοντας πίσω από το διαλυμένο μέτωπο, φτωχοί και πολλοί από αυτούς ανάπηροι στις γειτονιές της Αθήνας χωρίς έχουν τα μέσα να πάνε στα μέρη τους, έγιναν μαγιά για το επερχόμενο κίνημα της Αντίστασης.

Οι περιγραφές του Μαργαρίτη, συμπληρωμένες από πάρα πολλά στοιχεία και ντοκουμέντα, είναι βοηθητικές για να εξετάσει κανείς τη συγκεκριμένη περίοδο. Όμως, εδώ αρχίζει το πρόβλημα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλά από αυτά τα στοιχεία σε λάθος κατεύθυνση με αποτέλεσμα να αποτυχαίνει, κατά τη γνώμη μου, να είναι συνεπής και με το στόχο που ο ίδιος βάζει - να ερμηνεύσει δηλαδή τις δραματικές αλλαγές στη συνείδηση εκατομμυρίων απλών ανθρώπων μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα - και συχνά να καταλήγει σε λάθος συμπεράσματα.

Στην ουσία, από το βιβλίο απουσιάζει η οργανωμένη και συλλογική δράση του ίδιου του υποκείμενου των εξελίξεων, του εργατικού κινήματος, οι παραδόσεις και οι εμπειρίες του. Η άποψη του συγγραφέα, που δηλώνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες, είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξε κίνημα τη δεκαετία του 1930 που να δικαιολογεί μια τέτοια παράδοση αγώνων και εμπειριών. Ο Μάης του ΄36 στη Θεσσαλονίκη περνάει σε δυο-τρεις γραμμές, ενώ δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε οποιοδήποτε άλλο από τους εκατοντάδες απεργιακούς και αγροτικούς αγώνες της ίδιας εποχής. Έτσι, ο Μαργαρίτης ψάχνει την εμπειρία της συλλογικότητας αλλού. Καταλήγει να ανακαλύπτει προϋπάρχοντες «δεσμούς συλλογικότητας» στην ΕΟΝ (τη φασιστική νεολαία του Μεταξά στην οποία γινόταν υποχρεωτική εγγραφή όλων των νέων). Να υπερτονίζει το ρόλο της «λαϊκής μαύρης αγοράς» - σε αντίθεση με την επίσημη και συχνά υποβοηθούμενη από το κατοχικό καθεστώς μαύρη αγορά - που τον αναδεικνύει σε σημαντικό παράγοντα για τη δημιουργία σε αρχική φάση της «αυτο-οργάνωσης» του κόσμου ενάντια στην πείνα. Ή να δίνει υπερβολική έμφαση στους δεσμούς της «εν όπλοις αδελφοσύνης» που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους φαντάρους στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας.

Ο συγγραφέας παραδέχεται ότι αυτοί που έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στην αριστερή πολιτικοποίηση των εργατικών συνεταιρισμών, στην οργάνωση των απεργιών, στην αντίσταση των αγροτών ήταν οι αριστεροί αγωνιστές. Αλλά αφιερώνει ελάχιστο χώρο για να δώσει βάρος σε αυτή την παρέμβαση και πολύ περισσότερο αποφεύγει να αναδείξει τις αντιφάσεις της επίσημης «εθνικής» πολιτικής του ΚΚΕ απέναντι σε ένα κίνημα στο οποίο κυριαρχούσαν τα ταξικά χαρακτηριστικά - αρκετά από τα οποία επισημαίνει και ο ίδιος στην ανάλυσή του.

Για την ακρίβεια, δεν βρίσκει να υπάρχουν αντιφάσεις. Έτσι, όταν φτάνει στο τελευταίο κεφάλαιο να αναφερθεί στο ΚΚΕ, υιοθετεί την άποψη ότι το βασικό στρατηγικό πλεονέκτημα του Κόμματος ήταν η πολιτική των Λαϊκών Μετώπων και της ταξικής συνεργασίας η οποία του επέτρεψε να αξιοποιήσει τη γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια. Έτσι, όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει το πώς το κίνημα της Αντίστασης καθόρισε το μέγεθος της ταξικής πόλωσης και εξελίχθηκε σε μια σύγκρουση Επανάστασης και Αντεπανάστασης τα επόμενα χρόνια.

Η «Προαγγελία Θυελλωδών Ανέμων» έχει να προσφέρει πολλά αξιόλογα στοιχεία (για τον πόλεμο στην Αλβανία, για τους εργατικούς συνεταιρισμούς, για την πολιτική των γερμανικών και ιταλικών δυνάμεων κατοχής και της δωσίλογης κυβέρνησης, για τις εξελίξεις στην ύπαιθρο), αλλά δεν μπορεί να δώσει μια μαρξιστική ανάλυση της περιόδου. Τα δυο βιβλία του Λέανδρου Μπόλαρη «Αντίσταση - η επανάσταση που χάθηκε» και «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα», αν και μικρότερα σε όγκο, είναι πολύ πιο χρήσιμα για να κατανοήσει κανείς ποιες ήταν οι πραγματικές βάσεις για το κίνημα της Αντίστασης.


γράφει ο Λέανδρος Μπόλαρης

Εισαγωγή στην ανάλυση της κρίσης Ρόμπερτ Μπρένερ Ο,τι είναι καλό για την Goldman Sachs είναι καλό για τις ΗΠΑ Τιμή 8 ευρώ, 197 σελίδες Εκδόσεις Εργατική Πάλη


Ο Ρόμπερτ Μπρένερ είναι από τους γνωστότερους αμερικάνους μαρξιστές. Είναι καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και συγγραφέας πολλών βιβλίων για την καπιταλιστική οικονομία και την μετάβαση από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Αυτό το μικρό βιβλίο είναι το πρώτο κείμενό του που κυκλοφορεί στα ελληνικά.

Προκειται, όπως επισημαίνεται και στο οπισθόφυλλο, για τον πρόλογο που έγραψε ο Μπρένερ τον Απρίλη του 2οο9 για την ισπανική έκδοση του βιβλίου του The Economics of Global Turbulence (Τα οικονομικά της Παγκόσμιας Αναταραχής) που είχε πρωτοεκδοθεί το 2006.

Σ΄ εκείνο το βιβλίο ο Μπρένερ δίνει την δική του εξήγηση για το πώς ο καπιταλισμός πέρασε από την «χρυσή εποχή» των μεταπολεμικών δεκαετιών σε μια περίοδο κρίσης. Το σημείο καμπής ήταν, για τον Μπρένερ, το 1973. Η αύξηση της παραγωγικότητας των οικονομιών της Γερμανίας και της Ιαπωνίας έναντι των ΗΠΑ, οδήγησε σε συμπίεση των κερδών για όλες τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις και αυτό με την σειρά του σε υπερπαραγωγή.

Ο συγκεκριμένος πρόλογος της ισπανικής έκδοσης, πιάνει το νήμα από κει που σταματούσε το αρχικό βιβλίο. Προσπαθεί να εξηγήσει σύντομα τους μηχανισμούς που οδήγησαν στο ξέσπασμα της παρούσας κρίσης το 2007. Οπως αναφέρει ο Μπρένερ:

«Η βασική αιτία της σημερινής κρίσης είναι η εδώ και τρεις δεκαετίες σταθερά φθίνουσα ζωτικότητα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών από οικονομικό κύκλο σε οικονομικό κύκλο μέχρι σήμερα. Η μακροπρόθεσμη εξασθένιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της συνολικής ζήτησης έχουν τις ρίζες τους σε μια βαθιά παρακμή και αποτυχία ολόκληρου του συστήματος να ανακτήσει το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου...».

Κατόπιν ο Μπρένερ εξετάζει το «μακρύ κύμα της ύφεσης», όπως αποκαλεί την περίοδο ανάμεσα στο 1973 και το 2007, τον «κεϊνσιανισμό του χρηματιστήριου» και της κάθε λογής φούσκας, την «εξαρτημένη από την κερδοσκοπία συσσώρευση».

Τα συμπεράσματα του Μπρένερ βρίσκονται πολύ κοντά στην μαρξιστική ανάλυση που υπερασπίζει το «Σοσιαλισμός από τα κάτω» και που έχει εκθέσει με έξοχο τρόπο ο Κρις Χάρμαν στο τελευταίο βιβλίο του, Zombie Capitalism. Διαβάζοντας αυτό το βιβλιαράκι μπορεί να ξενίσει η ορολογία του Μπρένερ.

Αυτό δεν είναι ζήτημα ακαδημαϊκής στριφνότητας. Ο Μπρένερ παρόλο που είναι μαρξιστής, δεν αποδέχεται την εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ, ούτε δίνει την κεντρική θέση στην ανάλυσή του στο νόμο της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Αυτή η αντιμετώπιση είναι προβληματική από κάμποσες απόψεις. Οι μεταβολές των πραγματικών μισθών και των ισοτιμιών γίνονται ο κύριος παράγοντας στις μεταβολές της παραγωγικότητας. Ομως, με αυτό τον τρόπο η ανάλυσή του διολισθαίνει συνέχεια στο να μπερδεύει το μηχανισμό εκδήλωσης της κρίσης με τις αιτίες της.

Ωστόσο, αυτά τα προβλήματα δεν πρέπει να μας αποτρέψουν με κανένα τρόπο από το να μελετήσουμε αυτό το σύντομο βιβλίο. Πρώτον, γιατί ο Μπρένερ σε αντίθεση με τους «ορθόδοξους» οικονομολόγους (και κάμποσους μαρξιστές) δεν «τσίμπησε» στην θριαμβολογία του καπιταλισμού της δεκαετίας του ΄90. Δεύτερον, γιατί είναι από τα λιγοστά σοβαρά βιβλία που κυκλοφορούνε στα ελληνικά για την καπιταλιστική κρίση. Για την ακρίβεια, τα βιβλία του Κρις Χάρμαν που κυκλοφορούν στα ελληνικά από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο δίνουν τη συνολική εικόνα του συστήματος: «Η Οικονομία του Τρελοκομείου» είναι το πρώτο μαζί με την μπροσούρα «Η Νέα κρίση του καπιταλισμού - μια μαρξιστική απάντηση».

Το σύστημα είναι στα χάλια του και είναι καιρός να ξεκινήσει στα σοβαρά η συζήτηση και εδώ για τον καπιταλισμό και την κρίση του. Η συμβολή του Μπρένερ είναι πολύτιμη από αυτή την άποψη. 


γράφει ο Αποστόλης Λυκούργος

Γνωριμία με τον Γκέσσεν Boris Hessen, Κώστας Γαβρόγλου, Αριστείδης Μπαλτάς Μαρξισμός και Επιστήμες Τιμή 24 ευρώ, 377 σελίδες Εκδόσεις Νεφέλη


Ποιός θα περίμενε ότι ένα επιστημονικό συνέδριο, ιδιαιτέρως μάλιστα ιστορικών της επιστήμης, θα αποσπούσε τα φώτα της μεγάλης δημοσιότητας; Αυτό έχει συμβεί μόνο μία φορά. Συγκεκριμένα, το 1931, όταν, στο πλαίσιο του Δεύτερου Παγκοσμίου Συνεδρίου Ιστορίας των Επιστημών και των Τεχνικών, που έγινε στο Λονδίνο, όχι απλώς τα φώτα αλλά τους προβολείς έλκυσε πάνω της η αποστολή των σοβιετικών επιστημόνων που επικεφαλής τους ήταν ο Μπουχάριν, ηγετικό μέλος των μπολσεβίκων, παλιός συνεργάτης του Λένιν, πρώην πρόεδρος της Τρίτης Διεθνούς.

Ο θόρυβος που προκλήθηκε έφθασε μέχρι το αγγλικό Κοινοβούλιο! Επί της ουσίας, προϊούσης της Μεγάλης Ύφεσης, το άμεσο ενδιαφέρον και οι μεγάλες προσδοκίες των επιστημόνων, ιδιαιτέρως των νέων κατά τις μαρτυρίες, εστιαζόταν στην αντιπροσωπεία του νεοσύστατου σοβιετικού κράτους, που ακόμα ακτινοβολούσε ως η μεγάλη εναλλακτική προοπτική για την έξοδο από την κρίση των καπιταλιστικών κοινωνιών ολόκληρου του πλανήτη. Μια ολόκληρη γενιά επιστημόνων εμπνεύσθηκε από τις ιδέες, τις μεθοδολογίες και τις προοπτικές που πρότειναν οι σοβιετικοί αντιπρόσωποι.

Στο βιβλίο «Μαρξισμός και Επιστήμες» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, το έργο του σοβιετικού φυσικού, και φιλόσοφου, Μπόρις Γκέσσεν «Οι κοινωνικές και οικονομικές ρίζες των Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας του Νεύτωνα». Ο Γκέσσεν υπήρξε μέλος της σοβιετικής αποστολής σε αυτό το διάσημο συνέδριο και το συγκεκριμένο κείμενο αποτέλεσε τη βάση της ανακοίνωσής του σε αυτό.

Δεν άργησε να θεωρηθεί ως ένα από τα καταστατικά έργα της ιστορίας των επιστημών από τη διεθνή κοινότητα του συγκεκριμένου κλάδου και καθιερώθηκε, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δημοσίευσης του κειμένου, ως βασική βιβλιογραφική αναφορά εξαιτίας της βαθύτατης επίδρασης που άσκησε - και εξακολουθεί ακόμα να ασκεί - στην ιστοριογραφία των επιστημών.

Που εντοπίζεται, όμως, η τόση διαχρονική ακτινοβολία του έργου; Στο ότι ο Γκέσσεν (γράφεται Hessen) - επιστήμονας που από πολύ νωρίς στη ζωή του είχε ενταχθεί στο επαναστατικό κίνημα, έζησε την επανάσταση, πολέμησε στον Κόκκινο Στρατό και είχε εκλεγεί γραμματέας του σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών και των αγροτών της γενέτειράς του Ουκρανίας - εμπνεόμενος από τη μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας οδηγήθηκε στη μελέτη της ιστορίας της επιστήμης της φυσικής, υπό την προοπτική μιας βασικής θεωρητικής αρχής: ότι η εξέλιξη των επιστημών δεν είναι σαν αλυσίδα που απλώς συνδέει μεγαλοφυείς σκέψεις απομονωμένων και εξαιρετικά προικισμένων «μεγάλων νοών», σχεδόν πάντοτε ανδρών και σπανίως βεβαίως γυναικών.

Αντιθέτως, είναι διαδικασία που ολοκληρώνει και νοηματοδοτεί την παράθεση των, ασφαλώς χρήσιμων, ακριβών καταγραφών εφευρέσεων και ανακαλύψεων μόνο αν επινοεί τα μέσα και τις μεθοδολογίες για τη μελέτη και την κατανόηση του ρόλου και της λειτουργίας της επιστήμης στην κοινωνία. Αυτή και μόνο η θεωρητική αφετηρία αποτέλεσε τότε επανάσταση στον χώρο της ιστορίας της επιστήμης.

Ο Γκέσσεν ξεκινά υποστηρίζοντας ότι οι έννοιες που καταλήγουν να συστήσουν το οργανωτικό σύστημα του οικοδομήματος των Μαθηματικών Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας του Νεύτωνα, δηλαδή τα θεμέλια της μηχανικής, εμπεριέχουν και προϋποθέτουν πλήθος γεγονότων που αφορούν σε επιστημονικά έργα, εφευρέσεις, ανακαλύψεις, πειράματα, επιστημονικές εταιρείες, τεχνικές εφαρμογές και τεχνολογικές εξελίξεις τεσσάρων αιώνων, από τον 15ο έως και τον 18ο αιώνα.

Όμως, προχωρά ακόμα περισσότερο: στο να αποδείξει ότι το κλειδί για την κατανόηση των Αρχών βρίσκεται στις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες της εποχής του Νεύτωνα, στα προβλήματα που αυτές έθεταν? όσο, βεβαίως, και στα διλήμματα και τις προοπτικές και τα όρια που έθετε η λογική των οικονομικών συμφερόντων του νέου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που τότε αναδυόταν και εδραιωνόταν, όπως και της νέας κυρίαρχης αστικής τάξης που τον έλεγχε και τον διεύθυνε.

Ο Γκέσσεν ξεκινά από τις τεχνικές ανάγκες που έθετε η καθημερινή εμπορική, παραγωγική, στρατιωτική πρακτική της εποχής που μελετά, όπως, για παράδειγμα, η βελτίωση των ποτάμιων, θαλάσσιων, χερσαίων οδών μεταφοράς, η βελτίωση των οπλικών συστημάτων ή η βελτίωση των εξορυκτικών διαδικασιών.

Εντοπίζει, όμως, ότι αυτές οι τεχνικές ανάγκες οδήγησαν σε ένα σημείο όπου «η εμπειρική επίλυση μεμονωμένων προβλημάτων δεν αρκούσε πια,? προέκυψε η ανάγκη για μια συνθετική μελέτη του συνόλου των φυσικών προβλημάτων [...] για τη δημιουργία μιας σταθερής θεωρητικής βάσης που θα επέτρεπε να λυθούν τα προβλήματα αυτά με γενικές μεθόδους [...], μιας αρμονικής δομής της θεωρητικής μηχανικής, ικανής να παράσχει γενικές μεθόδους επίλυσης των προβλημάτων της επίγειας και της ουράνιας μηχανικής».

Χρονικά ποιο ήταν αυτό το σημείο; Ο Γκέσσεν υποδεικνύει ότι όσο και αν οι Αρχές είναι γραμμένες σε αφηρημένη μαθηματική γλώσσα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το κυρίαρχο: ότι είναι η εποχή της Αγγλικής Επανάστασης, η εποχή που η ανερχόμενη αστική τάξη θέτει τις φυσικές επιστήμες υπό την κυριαρχία της και στην υπηρεσία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Δεν αρκεί πλέον αυτή ή εκείνη η λύση σε αυτό ή εκείνο το τεχνικό πρόβλημα όσον αφορά την κατασκευή μιας πολυδαίδαλης στοάς ορυχείου ή όσον αφορά στη βαλλιστική. Μέσα από την επίλυση δεκάδων τέτοιων προβλημάτων αρχίζει και να διαφαίνεται η δυνατότητα διεύρυνσης και γενίκευσης της βέβαιης γνώσης, αλλά και να συστηματοποιείται η σύνδεση των δυνατοτήτων των φυσικών επιστημών με τις δυνατότητες συσσώρευσης της αστικής τάξης.

«Θα υποπίπταμε, όμως, σε μεγάλη απλούστευση και εκλαΐκευση εάν συναγάγαμε ευθέως κάθε πρόβλημα που μελετήθηκε από τον τάδε ή δείνα φυσικό από την οικονομία ή τη βιομηχανική τεχνολογία», προειδοποιεί ο Γκέσσεν, υπέρμαχος της παράδοσης που είχαν διαμορφώσει ο Μαρξ και ο Ένγκελς εναντίον κάθε αναγωγιστικής ερμηνείας της προσέγγισής τους για την ιστορική εξέλιξη.

«Ο οικονομικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας», γράφει. Και συμπληρώνει: «Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση. Αλλά η ανάπτυξη των θεωριών και το ατομικό έργο του επιστήμονα επηρεάζονται από διάφορα στοιχεία [...], όπως οι πολιτικές μορφές που πήρε η ταξική πάλη αλλά και τα αποτελέσματά της, η απήχηση που είχε η ταξική πάλη στη συνείδηση όσων συμμετείχαν, δηλαδή οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις, καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξή τους σε δογματικά συστήματα».

Ο Γκέσσεν σε αυτό το σημείο παραθέτει την «κατανομή των ταξικών δυνάμεων μετά την Αγγλική Επανάσταση», όπως λέει ο ίδιος. Αναφέρεται, δηλαδή, στις αποφασιστικές, κρίσιμες στροφές της Αγγλικής Επανάστασης, τους συμβιβασμούς και τις ρήξεις μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, όπως και τις ευρύτερες θρησκευτικές, φιλοσοφικές, πολιτικές αντιλήψεις που έφεραν, προκειμένου να μας οδηγήσει στην κατανόηση της λογικής του «ατομικού έργου» του Νεύτωνα ως δημιουργικής ανταπόκρισης, δηλαδή ως τοποθέτησής του, απέναντι σε συγκεκριμένα γεγονότα και διλήμματα της εποχής του και όχι ως αποτέλεσμα πιθανής επιφοίτησης ή αστραπιαίας έμπνευσης.

Η ανάδειξη των ταξικών αγώνων ως καθοριστικού παράγοντα και, άρα, και ως κατηγορίας ιστορικής ανάλυσης των επιστημονικών θεωριών και επιτευγμάτων αποτελεί μία από τις προθέσεις του Γκέσσεν, αλλά και μία από τις μεγάλες συνεισφορές του.

Μέσα από παραθέματα από τις Αρχές, μελετώντας προσεκτικά την Αλληλογραφία του Νεύτωνα, συγκρίνοντας το μηχανιστικό σύμπαν των Αρχών με το αρκετά διαφορετικό και εξίσου μηχανιστικό σύμπαν του Ντεκάρτ, αλλά και αντιπαραβάλλοντάς το με τις υλιστικές θεωρίες τόσο του Χομπς όσο και του Όβερτον, ο Γκέσσεν παρακολουθεί την ανάπτυξη της σκέψης του Νεύτωνα, αλλά και επισημαίνει το γεγονός ότι τα όρια της σκέψης του συναντούν τα όρια της σκέψης συνολικά της αστικής τάξης της εποχής του.

Την έκδοση του κειμένου του Γκέσσεν στα ελληνικά εκτός από το επιμελημένο επίμετρο του Δημήτρη Διαλέτη πλαισιώνουν δυο κείμενα για την ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης, του Κώστα Γαβρόγλου και του Αριστείδη Μπαλτά αντιστοίχως, στα οποία θίγονται σημαντικά ζητήματα για τη σχέση μαρξισμού και επιστημών. Δεν υπάρχει χώρος στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης να αναπτυχθούν σοβαρές αντιρρήσεις που εγείρονται από την πλευρά της μαρξιστικής προσέγγισης της επιστήμης. Απαιτείται ένα άρθρο το οποίο θα πραγματεύεται διεξοδικά το πλούσιο θέμα των σχέσεων μαρξισμού και επιστημών. Σημειώνεται, όμως, ότι ο τίτλος της ελληνικής έκδοσης είναι εξαιρετικά φιλόδοξος από την άποψη ότι υπολείπονται κατά πολύ του τίτλου τα περιεχόμενα του βιβλίου και δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ως, ασφαλώς καλοδεχούμενη, σαφώς ατελής πρώτη απόπειρα να ανοίξει το θέμα.




 










 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου